- ερημοφυλακία
- ἐρημοφυλακία, ἡ (Α) [ερημοφύλαξ]φρουρά τής ερήμου, στρατιωτικό και τελωνειακό σώμα στα σύνορα τής Αιγύπτου προς την έρημο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ερημοτελωνία — ἐρημοτελωνία, ἡ (Α) 1. φόρος για τη συντήρηση τής φρουράς τών συνόρων που βρίσκονταν στην έρημο, βλ. ερημοφυλακία 2. το στρατιωτικό σώμα τών φρουρών τής ερήμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερημο (< έρημος*) + τελωνία] … Dictionary of Greek